top of page

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΑΠΟΙ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΦΩΚΑΙΑ

Η Φωκιανή Δέσποινα Μπατή αφηγείται για εκείνο το μακρύ μαρτυρικό ταξείδι, που έκανε μαζί με τη μάννα της με έξη παιδιά από την Παλ. Φώκαια Μ. Ασίας, για να βρουν σωτηρια εδώ στην Ελλάδα:

 

«Η μάννα μου, τρέχοντας να σωθούμε, φωνάζει στον πατέρα μου:  Μια στάμνα νερό, μια στάμνα νερό…»  Μια χρυσή λίρα Τουρκίας το νερό. ΄Αρχισαν να έρχονται καίκια. ΄Άλλος έλεγε δεν έχω λεφτά, άλλος έλεγε δώσε 200 λίρες να σε βάλω με την οικογένειά σου να σε πάμε στην Ελλάδα. Κι όσοι είχανε τα δώσανε, όσοι δεν τάχανε τους σκοτώσανε, τους φάγαν τα τσακάλια…»

Ενας απ΄αυτούς ήτανε κι ο πατέρας της. Η υπόλοιπη οικογένεια συνεχίζει το ταξίδι περνά στη Μυτιλήνη. Εκεί περιπλανιώνται, Πλωμάρι, Μανταμάδο, Θερμή, μετά Χίο και τέλος στον Πειραιά. Τα πράγματα χειρότερα εκεί.

 

«Εμείς φτάσαμε μ΄ένα καράβι στον Πειραιά» συνεχίζει η Δ. Μπατή, «12 μέρες καραντίνα στου Τζελέπη.  Αρόδο το είχανε γιατί λέγανε πως υπήρχε μια αρρώστια. Ήρθε μια Επιτροπή κι έψαχνε για να βρει τους αρρώστους. Εγώ είχα πυρετό, η μάννα μου είχε κάτι κουρελούδες και με πλάκωσε κι έκατσε κι εκείνη από πάνω, για να μη με βρούν και με πάρουν, γιατί όσους ήταν άρρωστοι τους έπαιρναν και δεν γύριζαν».

 

 

Μαρτυρία της Φωκιανής Ζωγράφου ΄Αννας Κινδύνη

 

«Στο Γκεζερλίκι, (ένα μικρό μέρος έξω από την Φώκαια Μ. Ασίας) οι μέρες οι καλοκαιρινές διαβαίνανε ολόφωτες. ΄Ητανε λαμπερές οι ώρες μας και γαλάζιες σαν τον Φωκιανό ουρανό. Γλυκά τα μέρη και ήμερα. ΄Όλα απλά, γιομάτα αγάπη και ταπεινότητα. Κι οι ψυχές μας οι παιδικές πλέανε άνετα κι ετυχισμένα μέσα  στο πλούσιο διαχυμένο φως και την φωτερή καλοσύνη. Τούτο το θαλασσοδαρμένο ακρογιάλι, ήτανε, θαρρείς, η μεγάλη μας μάνα και πιστεύασμε πως όλα ήτανε κατάδικά μας, από τα χορταράκια και τα κοκκινωπά μερμήγκια ως την πλατιάς βουηερή θάλασσα που δεν μπορεί παρά εδώ, αυτή η γη, να είναι το λίκνο των ονείρων μας, ο τόπος της ζωής μας και της θανής μας»

 

«Αλλοίμονο όμως» συνεχίζει η ΄Αννα στις αναμνήσεις της «τον Αύγουστο του 1922 τσακιστήκανε σε συντρίμμια τα όμορφα τούτα όνειρα. Φύγαμε σαν τα φτωχά πουλιά που τα παίρνει στο κατόπι το οργισμένο μουγκρητό της καταιγίδας. ΄Ένα τσεκούρι γιγάντιο έκοψε τη γη και κάποια φωνή τρομακτική φώναξε: «Ως εδώ». ΄Ετσι ένα βράδυ πήραμε τη δύσκολη και μεγάλη απόφαση. Θα φεύγαμε την άλλη μέρα. Η αυγή μας βρήκε στο πόδι να φορτώνουμε στα ζώα ένα μπαούλο και δυο βαλίτσες. Θα μπαρκέρναμε το πρωί στο βενζινόπλοιο για τη Μυτιλήνη. Περνούμε το χιλιοπατημένο μονοπατάκι μας. Αριστερά τα αμπέλια, δεξιά το μποστάνι μας. Μαζί κι ο παππουλής. Η Τουρκοκρητικιά η Τσακίραινα κι η κόρη της. Οι δυό Τουρκάλες κλαίνε…. Τις αποχαιρετάμε στο πορτί της μάντρας. Γυρνάμε τα κεφάλια, χασομερούμε να δούμε τον κουλά με τα πράσινα παραθυρια, να χάνονταιστα μάτια μας. ΄Εχουμε το θλιβερό προαίσθημα πως δεν θα ξαναγυρίσουμε ποτέ πιά. Μακραίνουμε. Καρδιές, μάτια βουρκωμένα. ΄Εχε γειάς πατρίδας. Αντίο θπαλασσα, συντρόφισσα  μας., Χαιρέτα και χάϊδευε το πιο όμορφο κομμάτι της ψυχής μας, το ακρογιάλι της πατρίδας».

 

bottom of page