top of page

Η Παλαιά Φώκαια, ιστορική αναδρομή.

Η Παλαιά Φώκαια, ένας σύγχρονος παραθαλάσσιος τόπος δίπλα στην Ανάβυσσο,  δεν είναι απλά ένας προσφυγικός οικισμός που δημιουργήθηκε μετά το 1922 και μετεξελίχθηκε σε Κοινότητα. Είναι ο καταληκτικός σταθμός ενός λαού που ξεκινώντας από την ηπειρωτική Ελλάδα πριν από 3.000 χρόνια έφτασε στις ακτές της Μικράς Ασίας και ίδρυσε μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Ιωνίας.

 Η ιστορική διαδρομή των Φωκαέων που ξεκινάει το 1100 π.Χ. περίπου όταν όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα ΦΩΚΙΚΑ του, «κάτοικοι εκ των λαών της Φωκίδος και συγκεκριμένα Ορχομένιοι, οδηγούμενοι από τον Φιλογένη και τον Δάμωνα ακολούθησαν τους ΄Ιωνες στην Ασία, όπου και ίδρυσαν την πόλη τους, επί αιολικής γης, παρά τον ΄Ερμον ποταμόν». Η πόλη τους ονομάσθηκε Φώκαια.

Οι Φωκαείς στη νέα τους πατρίδα ανέπτυξαν την ναυτιλία και το εμπόριο και ανέδειξαν την Φώκαια σε μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Ιωνίας. Στην πόλη όταν ευρίσκετο στην ακμή της, υπήρχε ένας από τους αρχαιότερους ναούς της Ιωνίας, ο ναός της Αθηνάς, ακόμα ιερό του Διονύσου, αρχαίο θέατρο και Ακρόπολις. Η Φώκαια ήταν μια από τις 12 πόλεις του Πανιωνίου με δικά της νομίσματα, ένα απ’ αυτά ο φωκαϊκός στατήρας.

Όμως η ιστορία των Φωκαέων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα ποντοπόρα ταξίδια τους, όταν περί το 800 π.Χ. στρέφονται προς την Μεσόγειο με τις περίφημες πεντηκοντόρους τους, πλοία ευέλικτα και ταχύπλοα, είτε αναζητώντας την ελευθερία τους, είτε ιδρύοντας εμπορικούς σταθμούς μεταφέροντας τα προϊόντα της γης τους, λάδι, κρασί, κεραμεικά, αλλά και ιδέες, θρησκεία, πολίτευμα, γράμματα, τέχνες.

‘Οπως είναι γνωστό, κατά τον 7ο π.Χ. αι. όταν οι Φοίνικες χάνουν τον έλεγχο των θαλασσών, οι Κυμαίοι, οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Ρόδιοι κατακλύζουν την Μεσόγειο. Η Φώκαια στην Δύση αποτελεί την αιχμή του αποικισμού. Κατ αρχήν το πετρώδες και άγονο του εδάφους του τόπου τους, στρέφει τους Φωκαείς στο εμπόριο και πρώτοι αυτοί μεταξύ των Ελλήνων πλέουν προς την Αδριατική για να κατευθυνθούν σε λίγο προς την Τυρηνική Θάλασσα και να φτάσουν μέχρι την Ισπανία, εμπορευόμενοι τα μέταλλά της.

Τα μακρινά αυτά ταξίδια τους αναγκάζουν να ιδρύουν μικρούς εμπορικούς σταθμούς κατ’ αρχήν στην Σικελία, την Ιταλία και την Κορσική. Οι μικροί αυτοί εμπορικοί σταθμοί σιγά-σιγά έγιναν οι ονομαστές αποικίες τους, στις οποίες καταφεύγουν αργότερα, όταν οι Πέρσες καταλαμβάνουν την Φώκαια.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Φωκαείς ιδρύουν το 566 π.Χ. την Αλαλία στην Κορσική και την ίδια εποχή την Ολβία και την Κάλαρι στη Σαρδηνία.

Το 543 π.Χ. κατά τον Στράβωνα κατευθύνονται στο Ρήγιο της Ιταλίας και στη συνέχεια

προχωρώντας προς βορά χτίζουν την Υέλη, την ονομασθείσα αργότερα Ελέα (Velia) όπου ο Φιλόσοφος Παρμενίδης ιδρύει στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. την περίφημη Ελεατική Σχολή.

Στην Ιβηρική Χερσόνησο, η μεγαλύτερη και αρχαιότερη εγκατάσταση των Φωκαέων ήταν το Εμπορίον, το σημερινό Αμπούριας (δίπλα στην πόλη Εσκάλα), στον κόλπο των Ρόδων. Η πόλη αυτή ονομάζεται από τον ιστορικό Πλίνιο «κτίσμα των Φωκαέων». Στην ίδια χώρα ιδρύουν το Ημεροσκοπείον, κοντά στις στήλες του Ηρακλέους και την Μαινάκη, την οποία ο Στράβων ονομάζει «υστάτη των Φωκαέων πόλεων».

 

Κατά το 600 π.Χ. ιδρύουν στα παράλια της Νότιας Γαλλίας (Γαλατία) την λαμπρότερη αποικία τους, τη Μασσαλία. «Φωκαείς δε Μασσαλίαν οικίζοντες, Καρχηδονίους ενίκων ναυμαχούντες», αναφέρει ο μεγάλος μας ιστορικός Θουκυδίδης, δίνοντας μας το στίγμα της ίδρυσης της μεγαλύτερης και επιφανέστερης αποικίας των Φωκαέων στη Μεσόγειο.

Κατά τον Παυσανία «οι δε Μασσαλιώται Φωκαέων εισίν άποικοι των εν Ιωνία».

Ο Στράβων αναφέρει ότι στην Μασσαλία υπήρχε ιερό προς τιμήν του Δελφινίου Απόλλωνος, καθώς και Εφέσσιον, όπου ελατρεύετο η Εφεσσία ΄Αρτεμις.

Η Μασσαλία γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 6ο αι. π.Χ. οπότε και ανήγειρε στους Δελφούς χάλκινο ανάθημα, το θησαυρό των Μασσαλιωτών. Στη Μασσαλία ανθεί μια ελληνική κοινότητα γύρω στους 8.000 κατοίκους που εδώ και πολλά χρόνια έχει τοποθετήσει μεγάλη μπρούτζινη πλάκα στο Λιμάνι, που αναφέρει ότι ΕΔΩ ΤΟ 600 π.Χ ΉΡΘΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΩΚΑΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΑΝ ΤΗΝ ΜΑΣΣΑΛΙΑ ΑΠ ΟΠΟΥ ΕΛΑΜΨΕ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.

Ο Γάλλος αρχαιολόγος Φελίχ Σαρτιώ, ο οποίος διεξήγαγε ανασκαφές στην Φώκαια της Μ. Ασίας το 1913, αναφέρει ότι οι Φωκαείς έφεραν στην Γαλλία τη γραφή και τη χρήση των νομισμάτων, επίσης διέδοσαν την ελαιουργία.

Από το βιβλίο του Ν. Χόρμπου σχετικά με την Παλ. Και Νέα Φώκαια περιληπτικά διαβάζουμε.

Η ακμή και επικυριαρχία των Φωκαέων στη Μεσόγειο κράτησε μέχρι το 360 π.Χ. Από την εποχή αυτή και μετέπειτα Πέρσες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Γενουάτες, Ενετοί, Καταλανοί, καταλαμβάνουν την πόλη, η οποία λόγω των φυσικών λιμανιών που διαθέτει αποτελεί πολλές φορές το ναυτικό ορμητήριό τους.

Το 1250 μ.Χ. ιδρύεται η Ν. Φώκαια από Φωκαείς της Π. Φώκαιας, για την εκμετάλλευση των ορυχείων στύψης, ουσίας απαραίτητης για την βαφή υφασμάτων, η οποία εξαγόταν στην Ευρώπη. Το 1308 μ.Χ. αναφέρονται 3.000 κάτοικοι να εργάζονται στην παραγωγή στυπτηρίας. H Σαπφώ σ ένα ποίημά της μιλάει για τους πορφυρούς χιτώνες της Φώκαιας.

Το 1346 την διοίκηση της πόλης αναλαμβάνει ένας οικονομικός οργανισμός εφοπλιστών, με το όνομα Μαόνα, για να εκμεταλλευτεί την μαστίχα της Χίου και τα ορυχεία στύψης της Ν. Φώκαιας. Το λιμάνι της Π. Φώκαιας είναι αρκετά ασφαλές και ευρύχωρο και πλοία υψηλής στάθμης μπορούν να ελλιμενισθούν. Το 1400 η Π.Φώκαια είναι μεγάλο εμπορικό κέντρο.

Μετά την άλωση της Κων/λεως, και συγκεκριμένα στις 24.12.1458 η Φώκαια κυριεύεται από τους Τούρκους. Από τότε χάνει την παλιά εμπορική της σημασία.

Όπως είναι γνωστό, τον 16ο και 17ο αι. κύματα υποδούλων Ελλήνων μεταναστεύουν από την Ηπειρωτική Ελλάδα στα παράλια και το εσωτερικό της Μ. Ασίας. Το ελληνικό στοιχείο βοηθάει πολύ την πνευματική και οικονομική ανάπτυξη των πόλεων ιδιαίτερα των παραλίων, όπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) , την Πέργαμο, την Μαινεμένη, την Σμύρνη, την Φώκαια κ.α.

Κατά την επανάσταση του 1821 ξεσηκώνονται και οι ΄Ελληνες της Μ. Ασίας. Οι κόλποι της Π. και Ν. Φώκαιας χρησιμεύουν για ορμητήρια στα Ψαριανά πλοία, τα οποία χρησιμοποιούν ακόμα και τα γενουάτικα χάλκινα κανόνια, που υπήρχαν στο Φρούριο της πόλης. Το 1879 κατά τον Α. Παπαδόπουλο του Κεραμέως, κατοικούσαν στη Π. Φώκαια 4.000 ΄Ελληνες, 1.350 Τούρκοι και 65 Ισραηλίτες. Στον Παγκόσμιο Εμπορικό Οδηγό του Μ.Ι. Μιχαηλίδη αναφέρεται ότι η Π. Φώκαια κατοικείται από 9.000 κατοίκους από τους οποίους 6.000 χριστιανοί ορθόδοξοι.

Την εποχή αυτή η Π. Φώκαια ήταν μικρή πόλη, αλλά πολύ καλά οργανωμένη. Από τα δύο φυσικά της Λιμάνια, τον Μικρό και τον Μεγάλο Γιαλό, διακινούνται τα προϊόντα που παράγει ο τόπος. Εξάγονται σταφίδες, λάδι κ αι αλάτι, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των τελευταίων προσφύγων που έζησαν εκεί.

Παρ’ όλη την καταπίεση της Τουρκικής Διοίκησης δεν αλλοιώνεται στο ελάχιστο η θρησκευτική, εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των Φωκιανών. Στην πόλη λειτουργούν 3 εκκλησίες μεταξύ των οποίων η πολιούχος Αγία Ειρήνη και γύρω από την Π. Φώκαια υπάρχουν 18 ξωκλήσια.

Οι Τούρκοι έχουν στα χέρια τους την Διοίκηση της Πόλης. Οι ΄Ελληνες έχουν δική τους Δημογεροντία. Η Εκκλησία της Φώκαιας ανήκει στην Μητρόπολη της Σμύρνης.

Οι ΄Ελληνες έχουν στα χέρια τους την παραγωγή και το εμπόριο και ρυθμίζουν τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές. Μία από τις χαρακτηριστικές τους δραστηριότητες είναι η παραγωγή αλατιού.Οι Φωκιανοί εξειδικευμένοι και άριστοι αλατοτεχνίτες εκμεταλλεύονται περίπου σαράντα αλυκές, με μια παραγωγή 20.000 τόννους αλάτι το χρόνο, το οποίο εξάγεται. Ο Ιωάννης Καραπιπέρης, αλατοτεχνίτης αργότερα στην Αλυκή της Αναβύσσου, αναφέρει: «Ως χτήμα ο πατέρας μου είχε αλυκές στην Μ. Ασία. Κι εδώ στην Ανάβυσσο αποζημιωθήκαμε να πάρουμε αντί χτήματος Αλυκές. Ο καθένας μας καλλιεργούσε μιαν αλυκή κι έβγαζε 300-500 τόνους αλάτι. Αυτές οι αλυκές ήταν κοντά-κοντά και κάναν μιαν αλυκή των 20.000».

Κι ενώ ο τρόπος και η διαδικασία παραγωγής τους εξασφαλίζει εξαιρετικής ποιότητας αλάτι αλλά και ποσότητα, οι αλατοεργάτες οργανώνονται και συνδικαλιστικά. Στο Καταστατικό Αλατοεργατών Π. Φώκαιας του Συνδέσμου «ΦΩΚΑΪΚΗ ΕΝΩΣΙΣ» αναδεικνύονται τα προβλήματα, κοινωνικά, οικονομικά, επαγγελματικά, πολιτικά που αντιμετωπίζουν οι Φωκαείς στις αρχές του αιώνα στη Μ. Ασία.

Στην πόλη λειτουργούσε Σχολαρχείο και Παρθεναγωγείο, όπου περί τα τέλη του 1900 φοιτούσαν 220 μαθητές και μαθήτριες. Το 1866 χτίστηκε η νέα Σχολή στον μικρό Γιαλό, όπου λειτουργούσε και Βιβλιοθήκη, «είχε αρκετά παλαιά βιβλία και τινα μάλιστα επί μεμβράνης», αναφέρει στην βιογραφία του ο Φωκιανός γιατρός που γύρισε σ΄όλη την Ευρώπη κατά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, Σάββας Γεωργιάδης. Ο γιατρός αυτός ήταν ένα από τα τέκνα της Φώκαιας, των οποίων η Δημογεροντία πλήρωνε τα έξοδα των σπουδών τους στην Αθήνα. Αργότερα ΄και συγκεκριμένα το 1899, ήταν ο ίδιος που εκπροσώπησε την Φώκαια στις γιορτές που οργάνωσαν οι Μασσαλιώτες στην Μασσαλία για τα 2.500 χρόνια της ίδρυσής τους από τους Φωκαείς, προσφέροντας ως δώρο εκμαγείο του πετεινού της Νίκης.

Στην Π. Φώκαια Μ. Ασίας η παιδεία αποτελούσε προτεραιότητα για τους Φωκιανούς και αυτό προκύπτει και από ένα άλλο Καταστατικό, αυτός της Αδελφότητας Παλαιοφωκαέων

«Η ΕΛΠΙΣ» . Πρόκειται για τους Φωκιανούς που κατέφυγαν μετανάστες στην Αμερική και πιο συγκεκριμένα στο Weirton, μετά τον διωγμό του 1914. Το Καταστατικό αναφέρει ότι «Σκοπός της αδελφότητος είναι η χρηματική βοήθεια του Σχολείου και της Εκκλησίας μετά την επιστροφή εν τη πατρίδι ημών Παλ. Φώκαια». Αυτοί οι άνθρωποι βοήθησαν το 1933 και χτίστηκε το Δημοτικό Σχολείο στην Π. Φώκαια.

Αναφορικά με την κοινωνική ζωή των Φωκιανών στην Μ. Ασία το πλήθος των εθίμων και η συνεπής και συνεχής τήρηση της ελληνικής παράδοσης, καταδεικνύει την προσπάθεια για την διατήρηση της εθνικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας, παρά τις δυσκολίες της τουρκικής παρουσίας.

Σε εποχές δύσκολες οι Φωκιανοί αναγκάζονται να λένε τα κάλαντα μυστικά στα σπίτια, ή ο καντηλαναύτης χτυπά τις πόρτες τη νύχτα και καλεί τους χριστιανούς να γιορτάσουν τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων κρυφά.

Κατά την μετά το 1856 εποχή, όπως σε ολόκληρο το Οθωμανικό Κράτος έτσι και στις Φώκες η κατάσταση των υπόδουλων Χριστιανών βελτιώνεται αισθητά, ύστερα από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Στην πόλη γιορτάζονται με μεγάλη λαμπρότητα το Πάσχα, η Πρωτοχρονιά, τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, όπου θα ρίξουν το Σταυρό στη θάλασσα. Τα μπαξίσια του τυχερού που θα τον πιάσει, θα δοθούν στη Σχολική Επιτροπή.

Τον Αύγουστο γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια η γιορτή της Παναγιάς. Ακόμα και οι Τούρκοι όταν αντικρύζουν την θαυματουργή της εικόνα φέρνουν το χέρι στην καρδιά και με μια καντήλα έρχονται και της ζητάνε βοήθεια.

Χαρακτηριστικά είναι τα τραγούδια του γάμου που ετοιμάζουν τη νύφη και τον γαμπρό για το γεγονός της ζωής τους:

Η νύφη μας παντρεύεται κι έχει χαρά μεγάλη.

Παίρνει τον κρίνο σύντροφο και το ζουμπούλι αγκάλη.

Χρυσό δεντρί φυτέψαμε νύφη μου στην αυλή σου,

Να το ποτίζεις γκιούλ-σουγιού, να τόχεις στη ζωή σου.

Σαν της νυφούλας το κορμί, είδαμ, στην Πόλη γιασεμί.

Μα και ην προετοιμασία του γαμπρού δεν πάει πίσω:

Μπαρμπέρη το ξουράφι σου τράβα το στο λουρί σου,

να μπαρμπερίσεις το γαμπρό κι είναι τιμή δική σου.

Βάλε σαπούνι κρητικό και δαμασκί ξουράφι,

ο νιός όπου παντρεύεται να ζήσει να γεράσει.

Στους γάμους είναι καλεσμένοι και οι Τούρκοι γείτονες, κι αντί λαμπάδας που παίρνουν οι Χριστιανοί, σ αυτούς δίνουν έναν «γιασμά» (μαντήλα) με δυό κομμάτια ζάχαρι μέσα σ΄ένα χρυσόχαρτο.

Το βιολί, το ούτι, το σαντούρι, το τουμπελέκι βγάζουν σκοπούς σαν τον μπάλο, τον καρσιλαμά και το ζεμπέκικο, για να συνοδέψουν τις μεγάλες χαρές και τις γιορτές τους. (Από το Βιβλίο του Παρ. Συριανόγλου: Θεμέλια του Πολιτισμού μας: Λαογραφικά Π.& Ν. Φώκαιας).

Αυτά συμβαίνουν στην Φώκαια μέχρι τα τέλη του 19ου αι. αρχές του 20ού, ώσπου φθάνουμε στην κατάσταση που δημιουργείται εδώ στο διωγμό του 1914. Αυτόν τούτο τον διωγμό του Ελληνισμού στην πατρίδα, ας τον θυμηθούμε αναφέροντας μόνο την Εισαγωγή από το Μαύρο Ημερονύκτιον-Φρικαλέα τραγωδία της Παλαιάς Φώκαιας του Μέντορος του Πρωτέως (ψευδώνυμο του δασκάλου Ν. Μιχαηλίδη) που τυπώθηκε το 1915 στην Αθήνα.

«Το Μαύρον Ημερονύκτιον είναι βιβλιάριον περιέχον εν λεπτομερεί τραγικότητι την καταστροφήν προσφιλεστάτης πατρίδος, ήτις εντός μιας νυκτός και ημέρας Μαύρης μετεβλήθη εις νέκραν και ερήμωσιν. Είναι γραμμένον όχι από συγγραφέα ή ιστορικό, αλλά από παθόντα, όστις ιδίοις όμμασι είδεν όσα εις το «Μαύρον Ημερονύκτιον, διηγείται. Είναι γραμμένον μόνον από καθήκοντος, ίνα αναγνωσθή από όλους. Συνεπώς υπόσχομαι επανέκδοσιν συμπεπληρωμένην με τα κατόπιν συμβάντα, άγνωστα νυν εις εμέ, όταν έλθει η μακαρία ώρα και συν Θεώ επανακάμψομεν εις τας εστίας ημών. ΓΕΝΟΙΤΟ!

Η νέκρα και η ερήμωσις που περιγράφεται πάρα πάνω, είσε σαν αποτέλεσμα 18.000 Φωκιανοί περίπου να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στη Μυτιλήνη, τη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και τον Πειραιά, την Εϋβοια, το Ηράκλειο Κρήτης κ.α.

Όσον αφορά την μακαρία ώρα της επανάκαμψης επίσημα επιτρέπεται στους Φωκιανούς να γυρίσουν στις εστίες τους το 1919, όταν μπήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Τότε, 5.000 Φωκιανοί προτιμούν να παραμείνουν στην Ελλάδα και περί τις 11.000 γυρίζουν στην πατρίδα. Αλλά σε ποια πατρίδα; Στην περιοχή της Παλ. Φώκαιας καταγράφονται περίπου 5.000 κατεστραμένες οικίες. Τότε μετά από αίτημα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης η Μασσαλία στέλνει οικονομική βοήθεια για την ανασυγκρότηση της πόλης.

Ο Γιάννης Καραπιπέρης, μετέπειτα αρχιτεχνίτης στις αλυκές της Αναβύσσου διηγείται: «Στην Χαλκίδα, που καταφύγαμε το ’14 μείναμε μέχρι το ’19. Ο πατέρας μου εκεί είχε φτιάξει μιαν αλυκή γιατί ήτανε σπουδαίος αλατάς. Όταν μάθαμε ότι ο στρατός ο ελληνικός κατέλαβε την Μ. Ασία και προχωρά στην ΄Αγκυρα θέλαμε να γυρίσουμε στην πατρίδα. Λέει το αφεντικό στον πατέρα μου:

« Μάστρο Χρήστο μην πας δεν είναι καιρός ακόμα, δεν είναι σίγουρα τα πράγματα».

«Δεν με δένεις και με αλυσίδες, εγώ θα πάω»

Πάμε στις Φώκιες. Βλέπουμε το σπίτι μας εγκαταλειμένο, μας έδωσε το Ελληνικό Δημόσιο βοήθεια, και το φτιάξαμε».

Η Φώκαια είχε αρχίσει να κατοικείται, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις στην Μ. Ασία από έναν μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων, που έχουν εγκαταλείψει την γεωργική παραγωγή. Παρ’ όλ΄αυτά οι Φωκιανοί αρχίζουν απ’ την αρχή.

Κι έρχεται το 22, ο τελικός διωγμός. Οι Φωκιανοί αρνούνται να το πιστέψουν. Ο Δήμαρχός τους Ν. Παπαγιάννης νομίζει πως θα διαπραγματευθεί με τους Τούρκους, λέει στους ΄Ελληνες να μη φύγουν. «Θα ζήσουμε σαν αδέρφια με τους Τούρκους, όπως παλιά» αναφέρει στη μαρτυρία του ο Γιώργος Τζίτζηρας. «Ξεγελαστήκαν πολλοί και μείνανε. Τη νύχτα ήρθε ο τουρκικός στρατός κι έβαλε φωτιά στις Φώκες».

Μετά το διωγμό οι πιο πολλοί Φωκιανοί πήγαν στη Μυτιλήνη, περιμένοντας μια καινούργια επιστροφή. ΄Αλλοι έφτασαν με καράβια μέχρι τον Πειραιά.

Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία, της Φωκιανής Δέσποινας Μπατή, για το μακρύ μαρτυρικό ταξίδι που η μάννα της με 6 παιδιά ξεκίνησε από τη Φώκαια για να βρουν σωτηρία: «Η μάννα μου τρέχοντας να σωθούμε φωνάζει στον πατέρα: Μια στάμνα νερό…» μια χρυσή λίρα Τουρκίας το νερό. ΄Αρχισαν να έρχονται κάτι καίκια. ΄Άλλος έλεγε δεν έχω λεφτά, άλλος έλεγε δώσε 200 λίρες να σε βάλω με την οικογένειά σου να σε πάμε στην Ελλάδα. Κι όσοι είχανε τα δώσανε, όσοι δεν τάχανε τους σκοτώσανε ή τους φάγαν τα τσακάλια». ΄Ενας απ’ αυτούς ήτανε κι ο πατέρας της. Η υπόλοιπη οικογένεια συνεχίζει και περνά στη Μυτιλήνη. Εκεί περιπλανώνται Πλωμάρι, Μανταμάδο, Θερμή, μετά στη Χίο και μετά στον Πειραιά. Χειρότερα τα πράγματα εκεί:

«Εμείς φτάσαμε μέσα σ΄ένα καράβι, 12 μέρες καραντίνα στου Τζελέπη. Αρόδο το είχανε γιατί λέγανε πως υπήρχε μια αρρώστια. ΄Ηρθε μια Επιτροπή κι έψαχνε να βρει τους αρρώστους. Εγώ είχα πυρετό, η μητέρα μου είχε κάτι κουρελούδες και με πλάκωσε κι έκατσε κι εκείνη από πάνω, για να μη με βρούν και με πάρουν, γιατί όσους ήταν άρρωστοι τους έπαιρναν και δεν γύριζαν».

Οι πρόσφυγες Φωκιανοί σκορπίζονται εκτός από τη Μυτιλήνη, στο Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, το Βόλο. Μια ομάδα απ’ αυτούς πάει στη Χαλκιδική, όπου ιδρύει τη Ν. Φώκαια και μια μεγαλύτερη ομάδα κατευθύνεται προσωρινά στη Δραπετσώνα. Εκεί μέσα σε παράγκες από πισσόχαρτα και λαμαρίνες οργανώνονται. Ιδρύουν τον Παμφωκαϊκό Σύλλογο και αρχίζουν έναν υπεράνθρωπο αγώνα για να εξασφαλίσουν τον τόπο τους στην μητέρα πατρίδα και την οριστική εγκατάστασή τους στην Ανάβυσσο Αττικής.

Είχε προηγηθεί όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο αρχιτεχνίτης Χριστούλης Καραπιπέρης, ο οποίος στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι στα τέλη του 23 «πέντε παιδιά, οι γονείς επτά κι ο αραμπατζής 8, φορτώθηκαν σ΄ένα κάρο με αποστολή από το Υπουργείο Εθν. Οικονομίας στην Ανάβυσσο. Ο πατέρας μου είχε εντολή να δουλέψει σαν αρχιτεχνίτης στις αλυκές, αναφέρει ο Γιάννης Καραπιπέρης στο ημερολόγιό του. Η μάννα μου μόλις αντικρύσαμε από το Ντογάνι την Ανάβυσσο είπε στον πατέρα μου:

«Χρίστο που πάμε σ΄αυτήν την ερημιά», «Μαριγώ πίσω δεν έχει, πίσω έχει τουρκιά, μη μιλάς καθόλου».

Από το ημερολόγιο του Αθανάσιου Παπουτσή, Προέδρου του Παμφωκαϊκού Συλλόγου Ο ΠΡΩΤΕΥΣ και Εκπροσώπου της Επιτροπής Αποκατάστασης των Φωκιανών Προσφύγων, αναδεικνύονται με ολοζώνταντο τρόπο τα δραματικά γεγονότα που σφράγισαν τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Φωκιανών στην Αττική γή.

«60 σκηνές στην αρχή 100 αργότερα, άλλοτε όρθιες κι άλλοτε πεσμένες από τον αέρα και τη βροχή αποτελούν το πρώτο καταφύγιο των προσφύγων. Από το 1924 μέχρι το 1926 άλλοι έρχονται με τα καράβια από τον Πειραιά, άλλοι απελπίζονται και φεύγουν, δεν αντέχουν την σκληράδα της φύσης, αλλά και των ανθρώπων. Είκοσι εφτά φορές ο Αθ. Παπουτσής πάει κι έρχεται με τα πόδια στην Αθήνα, γιατί φοβάται τους Αρβανίτες, που θέλουν να πετάξουν τους ξένους στη θάλασσα, αφού διεκδικούν την ίδια γη μ αυτούς. «Ο Ερμής ο Φιλίππου, Πρόεδρος της Κοινότητας Καλυβίων, μου λέει ο πατέρα μου, ένας καλός και δυναμικός άνθρωπος, βρίσκεται τότε να τους προστατέψει από το κυνηγητό ορισμένων συγχωριανών του».

 

Με πολλές προσπάθειες της Επιτροπής εξασφαλίζεται το ανά 15νθήμερο βοήθημα στους Φωκιανούς από τρόφιμα και χρήματα και να πεισθούν οι αλλεπάλληλες τότε Κυβερνήσεις να στείλουν μηχανικούς να γίνει τοπογράφηση και να δοθεί κλήρος στον κάθε Φωκιανό, για να αφήσουν επι τέλους τα τσαντήρια.  Οι Φωκιανοί τότε δουλεύουν στις αλυκές, ψαρεύουν, καλλιεργούν σιγά-σιγά τη γή, αρχίζουν να χτίζουν τα πλινθόκτιστα σπίτια τους, τα οποία στην αρχή λιώνουν στην κυριολεξία από τη βροχή.

Στις 16 Οκτωβρίου 1925 ιδρύεται η Προσφυγική Ομάδα Π. Φώκαιας από 49 μέλη, η οποία εξελίσσεται αργότερα στο Συνεταιρισμό Ακτημόνων Καλλιεργητών Π. Φώκαιας.

Με προσωπική εργασία, χρηματικά βοηθήματα από δάνεια και ομογενείς της Αμερικής (περίπτωση εργατών Weirton) χτίζουν το σχολειό, την εκκλησία τους: «Στην προσπάθεια της δημιουργίας του χωριού βοήθησαν με πρωτόγνωρα μέσα εκείνης της εποχής και οι ντόπιοι κάτοικοι που βρήκαμε εδώ. Οι πιο πολλοί κτηνοτρόφοι με δέκα χιλιάδες πρόβατα περίπου και γίδια, άλογα και …. πολλά παιδιά. Ενενήντα έξη ψυχές ήταν αυτοί οι άνθρωποι εδώ με τις οικογένειές τους, οι πιο πολλοί Μακροδημήτρηδες. Μ αυτούς ενώσαμε τη φτώχεια μας, παλέψαμε, υποφέραμε, γίναμε ένα και φτιάξαμε αυτό το χωριό».

Οι Σαρακατσαναίοι που έχουν τα μαντριά τους στο Θυμάρι και στην Αγια Φωτεινή δίνουν γάλα, τυριά, μαλλιά στους πρόσφυγες, και τα έχουν καλά μαζί τους, αφού δεν ενδιαφέρονται για την ξερή και άγονη παραλιακή ζώνη όπου έχουν αυτοί εγκατασταθεί. Είναι κι αυτοί άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, νομάδες που πηγαινοέρχονται από την Πάρνηθα στην Ανάβυσσο, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους.

 

bottom of page