top of page

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ ΚΑΙ ΜΙΛΟΥΝ

Ένα κλειδί του σπιτιού: «Ο ιδιοκτήτης μου κι εγώ αναγκαστήκαμε να φύγουμε από τα πολυαγαπημένα εδάφη. Κουβαλάμε τη θλίψη! Δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν θα ανοίξω ξανά αυτήν τη μαγική πόρτα για να μπει μέσα στο όμορφο σπιτικό του ο ιδιοκτήτης μου. Δεν θα ξαναχρησιμοποιηθώ ποτέ, πλέον είμαι ένα αναμνηστικό που με κρατούν για να θυμούνται τη γλυκιά πατρίδα και το ταπεινό σπίτι που τώρα μόνο τα συντρίμμια του θα έχουν απομείνει. Τόσες ζωντανές αναμνήσεις έχω από εκεί που με πληγώνουν κάθε φορά που τις σκέφτομαι, διότι γνωρίζω πως δεν υπάρχει επιστροφή. Έτσι θα παραμείνω εγώ, ξεχασμένο σε μια γωνιά του νέου σπιτιού και θα τα θυμάμαι όλα…»

 

Ένα νυφικό: «Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως έχω φύγει από την πατρίδα. Με πονάει η κρδιά μου που έφυγα. Έχω τόσες ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν. Τώρα που εγκαταλείψαμε τα μέρη μας τι να κάνει η ταλαντούχα γυναίκα που με έραψε; Τα μέρη που δημιούργησα τις πιο αξέχαστες αναμνήσεις από τον γάμο τι να απέγιναν; Το όμορφο σπιτικό που καμάρωνα κρεμασμένο στην ντουλάπα του πώς είναι; Πότε θα γυρίσω στα εδάφη μου με την ιδιοκτήτριά μου; Κανείς δεν απαντάει στις ερωτήσεις μου, καθώς κανείς δε γνωρίζει. Το μόνο που ξέρω εγώ όμως είναι πόσο πληγωμένη είναι η γυναίκα που με φόρεσε. Δεν μπορώ να την παρηγορήσω ενώ με κοιτάζει και δακρύζει...»

Ελένη Καραδούκα

Μία πάνινη κούκλα: «Δεν αξίζω την αγάπη σου, παιδί μου. Είμαι μία άσχημη κούκλα πια. Στην πατρίδα ήμουν καθαρή και είχα όμορφα, χρωματιστά φορέματα κι πλούσιες μπούκλες. Τώρα, το χρώμα μου έχει ξεθωριάσει και οι ραφές μου έχουν ανοίξει. Τα φορέματά μου σκίστηκαν και οι μπούκλες μου μπλέχτηκαν. Στο σπίτι μας παίζαμε έξω, βλέποντας τη θάλασσα να κυματίζει, ακουμπώντας το χώμα της Ανατολής, ενώ εδώ είμαστε στριμωγμένοι μπροστά σε μία ξένη ακτή, που δεν είναι η δική μας. Χάλασα, ασχήμυνα, δεν είμαι πια η λαμπερή σου κούκλα που σε κάνει να ξεχνάς τα προβλήματά σου αλλά η απόδειξη της ταλαιπωρίας σου. Συγγνώμη που δεν είμαι όπως ήμουν αλλά το ταξίδι με διέλυσε.»

                                                                                            Σεπτέμβρης 1922, Αιγαίο Πέλαγος

Αγαπητό ημερολόγιο,

Είμαστε ακόμα στη θάλασσα, πλέοντας κάπου στο αχανές Αιγαίο με προορισμό μια νέα γη που θα αποκαλέσουμε πατρίδα.

Το κρύο είναι φοβερό, πολύς κόσμος πεθαίνει στο πλοίο από κρυοπαγήματα και φοβάται. Έχασα την πλεχτή κουβέρτα της γιαγιάς, αλλά έχω μια άλλη, όχι τόσο ζεστή. Ελπίζω σύντομα να φτάσουμε στην Αθήνα, έχω ακούσει ότι εκεί ο κόσμος μας καλοδέχεται και μας ανοίγει τα σπίτια του. Εύχομαι αυτό να είναι αλήθεια. Μόνο αυτή η ελπίδα με κοιμίζει τα βράδια.

Η μάνα δε μιλάει πολύ, πενθεί το σπιτικό της. Της λείπει ο κήπος της και η κουζίνα της και σκέφτεται τα παλά. Εγώ προσπαθώ να την κάνω χαρούμενη μιλώντας της για τα όνειρα και τις ελπίδες μου όμως το χαμόγελό της δεν αργεί να σβήσει.  Ο πατέρας προσεύχεται συνεχώς, δεν ξέρω τι να κάνω για να τον ηρεμήσω. Η μαμά δεν του μιλάει πολύ και είναι συνήθως μόνος.

Πρέπει να φύγω γιατί βλέπω φώτα στον ορίζοντα, μπορεί να είναι στεριά, το νέο μας σπίτι.

 

Βάσια Μεθενίτη

bottom of page